” Ὅλοι ξεχνοῦν τοὺς πόνους τους, ὅταν τριγύρω ὅλα γελοῦν…Γιατί ἐκείνη ἡ κόρη ἡ ἀσπροντυμένη μὲ τὸ πρόσωπο τὄμορφο καὶ τὰ χυμένα ὁλόξανθα μαλλιά, νὰ νοιώθῃ τέτοιον πόνο τῆς καρδιᾶς; “

” Στην καρδιά ενός όμορφου δάσους, κάτω από τις κορυφές των δέντρων, ένα δεντρόσπιτο είναι χτισμένο. Ανάμεσα στα φύλλα και στα κλαδιά μένει ένα μικρό κορίτσι, η Μελίνα. “

“ Xαροπάλευε η δόλια η μάνα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Ήταν τρία νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γιοι, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλωναν το στρώμα της. ”

” Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη δε θα είχαμε! Οι ματιές μου σαν έμπαινε στην παράδοση, οι ματιές της σαν έβγαινε να πάει σπίτι, αυτές ήταν οι όρκοι μας, τα τραγούδια μας, τα φιλιά μας, αυτές ήτανε και τα ραβασάκια μας. “

” Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια σακοράφα και φανταζότανε πως ήταν όμορφη. Ήθελε να περνά για βελόνα κεντήματος στην κομψότητα. «Προσέχτε, κρατήστε με σφιχτά», έλεγε στα δάκτυλα, που την κρατούσανε. «Μη με αφήσετε να πέσω κατά γης κι έπειτα δεν θα μπορείτε να με βρείτε. Είμαι τόσο λεπτούλα!» “

” Τι να’ ταν, τάχα, εκείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο απ΄ τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη, – και σαν τι να γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι και κλειδωμένο στην παλιά κασέλα, που είχε τόσα χρόνια ν΄ ανοιχτεί;… “

” Ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἡ μικρὴ βάρκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, πλέουσα ἀνάμεσα εἰς βουνὰ κυμάτων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἤρκει διὰ νὰ ἀνατρέψῃ πολλὰ καὶ δυνατὰ σκάφη καὶ νὰ μὴ ἀποκάμῃ, καὶ εἰς ἀβύσσους, ἑκάστη τῶν ὁποίων θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ καταπίῃ ἑκατὸν καράβια καὶ νὰ μὴ χορτάσῃ. “

” Τα δωμάτια ήταν άδεια τώρα και έρημα. Έκαμα ένα γύρο μέσα στην ερημιά τους και τα βήματά μου αντηχούσαν μέσα στο άδειο διάστημα μ’έναν ήχο ενοχλητικό που με πείραζε. Μου ήρθε να σφυρίξω κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Σφύριξα έναν παλιό σκοπό. “

“ Στο δρόμο δεν ξέρω σε ποιόν ήλθεν η ιδέα ότι ήτο απαραίτητον να βγάλομε λόγο του μακαρίτη του φίλου μας. Και όλοι εσυμφώνησαν ότι ο καταλληλότερος δια ν’ αυτοσχεδιάσω και εκφωνήσω τον επικήδειον ήμουν εγώ. ”