Πολυξένη _ Στέλλα Μιχαηλίδου

” Μιλούσε στα πάντα η Πολυξένη. Στις πέτρες, στα μολύβια, στη σβηστήρα της, στις κόκκινες κορδελίτσες που είχε πάνω στις κοτσίδες της, στο ψωμί, στο νερό, στο κάθε τι. Και τα κατάφερνε μια χαρά να συνεννοηθεί. Μόνο με τους ανθρώπους υπήρχαν δυσκολίες. Οι λέξεις δεν έβγαιναν άνετα από το στόμα της, σαν κάπου να κολλούσαν, κάτι να τις φρέναρε και να τις εμπόδιζε να βγούνε ολόκληρες. ”

Η σακόραφα _ Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

” Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια σακοράφα και φανταζότανε πως ήταν όμορφη. Ήθελε να περνά για βελόνα κεντήματος στην κομψότητα. «Προσέχτε, κρατήστε με σφιχτά», έλεγε στα δάκτυλα, που την κρατούσανε. «Μη με αφήσετε να πέσω κατά γης κι έπειτα δεν θα μπορείτε να με βρείτε. Είμαι τόσο λεπτούλα!» “

Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ _ Αδελφοί Γκριμμ

“ Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες oι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της. “

Το μολυβένιο στρατιωτάκι _ Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

“ Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε μια διμοιρία από είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια. […] Όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν ολόιδιοι, αλλά ένας τους, που χύθηκε τελευταίος και μάλλον δεν περίσσευε πολύ μολύβι, ήτανε μ’ ένα μισό πόδι ο καημένος. Πάντως κατόρθωνε να στέκει με το ένα του πόδι όπως κι άλλοι. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγινε ο πιο ενδιαφέρων και θα σας πω τώρα την ιστορία του. “