“ Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε μια διμοιρία από είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια. […] Όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν ολόιδιοι, αλλά ένας τους, που χύθηκε τελευταίος και μάλλον δεν περίσσευε πολύ μολύβι, ήτανε μ’ ένα μισό πόδι ο καημένος. Πάντως κατόρθωνε να στέκει με το ένα του πόδι όπως κι άλλοι. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγινε ο πιο ενδιαφέρων και θα σας πω τώρα την ιστορία του. “
” − Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… “
” Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν… — Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… “
“Δεν συμβαίνει συχνά να ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται.”
“Ὁ ἥλιος παιγνιδίζει ἀκόμη σὲ ζαφειρένιο οὐρανό. Ἡ θάλασσα λίμνη ἁπλώνεται ὡς τὰ οὐρανοθέμελα. Ἡ γῆ ἀνθοσπαρμένη μοσχοβολᾷ. Μὰ ἡ ἀκρογιαλιὰ μοιάζει μὲ νεκροταφεῖο.”
” Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ. Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν. Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοὺν τσιβιρινέκ. Χαρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν. “
“Ἔγινε μεγάλη ταραχὴ σὰν πρωτοφάνηκε στὸ χωριὸ ἡ Αγγέλικα. Συνηθισμένος ὁ κόσμος ἀπὸ τὶς ντροπαλὲς καὶ συμμαζεμένες χωριατοποῦλες, βλέπει ἄξαφνα μέσα στὸ χωριὸ μιὰ κοπέλλα, ποῦ τοὺς φάνηκε σὰ θεά.”
“Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. […] Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα.”
“Δεν ξέρω ποια διαβολεμένη όρεξη έκανε τον τεχνίτη μου να με χρωματίσει τόσο πράσινο! Τέτοια μάτια δεν υπάρχουν στους ανθρώπους, –ή, κι αν υπάρχουν, είναι τόσο σπάνια, που πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσεις ν’ απαντήσεις όμοια! Και όμως βρήκα, κι εγώ, τον “άνθρωπό” μου, καθώς θα δείτε…”