“ – Τα ‘θελες, τα ‘παθες!.. είπε πάλι στον εαυτό του και αισθάνθηκε θυμό, θυμό εναντίον του, που όλο ζητούσε να ξενιτευτεί, ενώ δεν είχε το θάρρος και κινούσε και τους άλλους να πάνε. Και φεύγανε οι άλλοι, ενώ αυτός έμενε… ”

” Όταν τὸ πρωτάκουσα ἤμουν παιδὶ στὰ σπάργανα. Καὶ σὰν ἔφτασα εἰκοσάχρονο παλληκάρι, ἔλεγαν ἀκόμη γιὰ κεῖνο, μὲ τὸν ἴδιο θαμασμὸ καὶ περισσότερη φρίκη. Τὸ γιούσουρι, τὸ ἀντρειωμένο γιούσουρι, ποῦ βρίσκεται στὸν κόρφο τοῦ Βόλου! “

” Μία φώκη, βόσκουσα ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὰ βαθιὰ νερά, ἤκουσεν ἴσως τὸ σιγανὸν μυρολόγι τῆς γραίας, κ᾿ ἐθέλχθη ἀπὸ τὸν θορυβώδη αὐλὸν τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, καὶ ἦλθε παραέξω, εἰς τὰ ρηχά, κ᾿ ἐτέρπετο εἰς τὸν ἦχον, κ᾿ ἐλικνίζετο εἰς τά κύματα. “

“ Έξω φύσαγε κρυερός άνεμος κι η νύχτα ήτανε κατάμαυρη. Το μοιρολόι της θάλασσας ακουγότανε βαρύ κι ατέλειωτο και γιόμιζε με βουή τον αγέρα. Η Ρηνούλα έσκυψε απ΄το παραθύρι και μουρμούρισε: -Εσύ ΄σαι Βάγγο μου; Τώρα,…

“ Πολλὰ χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια καὶ πύργοι ἔχουν τὰ στοιχειά τους, κι ἄν καλοξετάσουμε τὸ πρᾶμα ἔχει καὶ κάθε σπίτι ἀπὸ ἕνα στοιχειό! […] Στὸ νησιώτικο χωριὸ ποῦ θὰ σᾶς πάρω, τὸ στοιχειὸ τοῦ τόπου εἴτανε γιὰ πολλὰ χρόνια ὁ Καπετὰν Γιώργης. ”

“ Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες oι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της. “

“ Η Φιφή επήδηξε από το κρεβάτι και, χωρίς να κάνει τον κόπο να φορέσει τη ρόμπα της, με κίνδυνο να δείξει στους διαβάτες όλη την αφθονία του στήθους της, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Ένα κύμα από ανοιξιάτικον ήλιο εσκορπίστηκε μέσα στο δωμάτιο. “

” Του έγραψε δυο λόγια, πως η Αγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι. Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ’ αυτό το σπίτι μέσα. Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε. “