” Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια σακοράφα και φανταζότανε πως ήταν όμορφη. Ήθελε να περνά για βελόνα κεντήματος στην κομψότητα. «Προσέχτε, κρατήστε με σφιχτά», έλεγε στα δάκτυλα, που την κρατούσανε. «Μη με αφήσετε να πέσω κατά γης κι έπειτα δεν θα μπορείτε να με βρείτε. Είμαι τόσο λεπτούλα!» “

“ Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε μια διμοιρία από είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια. […] Όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν ολόιδιοι, αλλά ένας τους, που χύθηκε τελευταίος και μάλλον δεν περίσσευε πολύ μολύβι, ήτανε μ’ ένα μισό πόδι ο καημένος. Πάντως κατόρθωνε να στέκει με το ένα του πόδι όπως κι άλλοι. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγινε ο πιο ενδιαφέρων και θα σας πω τώρα την ιστορία του. “