” Όταν αφήσανε τον Κούρμα απ΄ τη φυλακή, ήτανε νύχτα. Και του φάνηκε παράξενο, πώς τον βγάλανε τέτοια ώρα, και γιατί. Αλλά χωρίς να ρωτήσει, χωρίς τίποτα να πει, έφυγε και πήρε το δρόμο της πόλης.”

“ – Τα ‘θελες, τα ‘παθες!.. είπε πάλι στον εαυτό του και αισθάνθηκε θυμό, θυμό εναντίον του, που όλο ζητούσε να ξενιτευτεί, ενώ δεν είχε το θάρρος και κινούσε και τους άλλους να πάνε. Και φεύγανε οι άλλοι, ενώ αυτός έμενε… ”