” Μιλούσε στα πάντα η Πολυξένη. Στις πέτρες, στα μολύβια, στη σβηστήρα της, στις κόκκινες κορδελίτσες που είχε πάνω στις κοτσίδες της, στο ψωμί, στο νερό, στο κάθε τι. Και τα κατάφερνε μια χαρά να συνεννοηθεί. Μόνο με τους ανθρώπους υπήρχαν δυσκολίες. Οι λέξεις δεν έβγαιναν άνετα από το στόμα της, σαν κάπου να κολλούσαν, κάτι να τις φρέναρε και να τις εμπόδιζε να βγούνε ολόκληρες. ”
” Στην καρδιά ενός όμορφου δάσους, κάτω από τις κορυφές των δέντρων, ένα δεντρόσπιτο είναι χτισμένο. Ανάμεσα στα φύλλα και στα κλαδιά μένει ένα μικρό κορίτσι, η Μελίνα. “
” Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια σακοράφα και φανταζότανε πως ήταν όμορφη. Ήθελε να περνά για βελόνα κεντήματος στην κομψότητα. «Προσέχτε, κρατήστε με σφιχτά», έλεγε στα δάκτυλα, που την κρατούσανε. «Μη με αφήσετε να πέσω κατά γης κι έπειτα δεν θα μπορείτε να με βρείτε. Είμαι τόσο λεπτούλα!» “
“ Χόρεψαν έτσι ως τις τρεις το πρωί, ώσπου τα γοβάκια τους έλιωσαν ολότελα κι αναγκάστηκαν να σταματήσουν. ”
“Στην έξοδο του χωριού υπήρχε ένα τρίστρατο: ο ένας δρόμος οδηγούσε στη θάλασσα, ο δεύτερος στην πόλη κι ο τρίτος δεν οδηγούσε πουθενά.”
” Πότε, γιαγιά, κι εγώ στα αληθινά θα ερωτευτώ; Πότε θα αγαπήσω; Πότε θα αγαπηθώ; Πότε γιαγιά θα αρχίσω αληθινά να ζω; “
“ Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες oι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της. “
“ Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε μια διμοιρία από είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια. […] Όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν ολόιδιοι, αλλά ένας τους, που χύθηκε τελευταίος και μάλλον δεν περίσσευε πολύ μολύβι, ήτανε μ’ ένα μισό πόδι ο καημένος. Πάντως κατόρθωνε να στέκει με το ένα του πόδι όπως κι άλλοι. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγινε ο πιο ενδιαφέρων και θα σας πω τώρα την ιστορία του. “