” Μιλούσε στα πάντα η Πολυξένη. Στις πέτρες, στα μολύβια, στη σβηστήρα της, στις κόκκινες κορδελίτσες που είχε πάνω στις κοτσίδες της, στο ψωμί, στο νερό, στο κάθε τι. Και τα κατάφερνε μια χαρά να συνεννοηθεί. Μόνο με τους ανθρώπους υπήρχαν δυσκολίες. Οι λέξεις δεν έβγαιναν άνετα από το στόμα της, σαν κάπου να κολλούσαν, κάτι να τις φρέναρε και να τις εμπόδιζε να βγούνε ολόκληρες. ”
” Πότε, γιαγιά, κι εγώ στα αληθινά θα ερωτευτώ; Πότε θα αγαπήσω; Πότε θα αγαπηθώ; Πότε γιαγιά θα αρχίσω αληθινά να ζω; “