” Ὅλοι ξεχνοῦν τοὺς πόνους τους, ὅταν τριγύρω ὅλα γελοῦν…Γιατί ἐκείνη ἡ κόρη ἡ ἀσπροντυμένη μὲ τὸ πρόσωπο τὄμορφο καὶ τὰ χυμένα ὁλόξανθα μαλλιά, νὰ νοιώθῃ τέτοιον πόνο τῆς καρδιᾶς; “
” Του έγραψε δυο λόγια, πως η Αγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι. Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ’ αυτό το σπίτι μέσα. Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε. “