“ Πολλὰ χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια καὶ πύργοι ἔχουν τὰ στοιχειά τους, κι ἄν καλοξετάσουμε τὸ πρᾶμα ἔχει καὶ κάθε σπίτι ἀπὸ ἕνα στοιχειό! […] Στὸ νησιώτικο χωριὸ ποῦ θὰ σᾶς πάρω, τὸ στοιχειὸ τοῦ τόπου εἴτανε γιὰ πολλὰ χρόνια ὁ Καπετὰν Γιώργης. ”

“ Η Φιφή επήδηξε από το κρεβάτι και, χωρίς να κάνει τον κόπο να φορέσει τη ρόμπα της, με κίνδυνο να δείξει στους διαβάτες όλη την αφθονία του στήθους της, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Ένα κύμα από ανοιξιάτικον ήλιο εσκορπίστηκε μέσα στο δωμάτιο. “

” Του έγραψε δυο λόγια, πως η Αγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι. Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ’ αυτό το σπίτι μέσα. Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε. “

” − Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… “

” Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν… — Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… “

“Δεν συμβαίνει συχνά να ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται.”

“Ὁ ἥλιος παιγνιδίζει ἀκόμη σὲ ζαφειρένιο οὐρανό. Ἡ θάλασσα λίμνη ἁπλώνεται ὡς τὰ οὐρανοθέμελα. Ἡ γῆ ἀνθοσπαρμένη μοσχοβολᾷ. Μὰ ἡ ἀκρογιαλιὰ μοιάζει μὲ νεκροταφεῖο.”

” Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ. Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν. Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοὺν τσιβιρινέκ. Χαρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν. “

“Ἔγινε μεγάλη ταραχὴ σὰν πρωτοφάνηκε στὸ χωριὸ ἡ Αγγέλικα. Συνηθισμένος ὁ κόσμος ἀπὸ τὶς ντροπαλὲς καὶ συμμαζεμένες χωριατοποῦλες, βλέπει ἄξαφνα μέσα στὸ χωριὸ μιὰ κοπέλλα, ποῦ τοὺς φάνηκε σὰ θεά.”

“Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. […] Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα.”