” Εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Μικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Κεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Τούρκοι Τσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης.”

” Το είχε στο αίμα του ο γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κι η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κι έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζει. “

” Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. “

” Να ζήσει στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζεις στα ξένα. Μα να πεθάνεις στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες σου να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσχομυρισμένο τους χώμα—αυτό δεν μπορούσε να το βαστάξει ο γέρος. “

” Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν απόρησα καθόλου, όταν, εδώ και λίγες μέρες, έμαθα το θάνατο του φίλου μου Ν.Δ. Το ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος δε μπορούσε παρά να σκοτωθεί μια μέρα. Είχ’ αρχίσει, μάλιστα, ν’ ανησυχώ, για την αργοπορία του σκοτωμού αυτού. “

” Ούτω εφρόνει η Χρηστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χρηστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε, διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε, δεν ήτο σύζυγός της. Ησαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. “

” Μια φορά κι ένα καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο. Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη∙ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινόταν μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. Και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας. “

” Μιλούσε στα πάντα η Πολυξένη. Στις πέτρες, στα μολύβια, στη σβηστήρα της, στις κόκκινες κορδελίτσες που είχε πάνω στις κοτσίδες της, στο ψωμί, στο νερό, στο κάθε τι. Και τα κατάφερνε μια χαρά να συνεννοηθεί. Μόνο με τους ανθρώπους υπήρχαν δυσκολίες. Οι λέξεις δεν έβγαιναν άνετα από το στόμα της, σαν κάπου να κολλούσαν, κάτι να τις φρέναρε και να τις εμπόδιζε να βγούνε ολόκληρες. ”

” Όταν αφήσανε τον Κούρμα απ΄ τη φυλακή, ήτανε νύχτα. Και του φάνηκε παράξενο, πώς τον βγάλανε τέτοια ώρα, και γιατί. Αλλά χωρίς να ρωτήσει, χωρίς τίποτα να πει, έφυγε και πήρε το δρόμο της πόλης.”